- πυγοπαγής
- -ές, Νιατρ. τέρας από δύο άτομα ενωμένα στους γλουτούς.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pygopagus (< πυγή + πάγος). Η λ., στον τ. πυγοπαγεῖς, μαρτυρείται από το 1884 στην εφημερίδα Εστία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.